- βολοδάρσιμο
- τοη ταλαιπωρία, η κακουχία: Από τότε που πέθανε ο πατέρας τους άρχισε το βολοδάρσιμό τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.